πλανώμαι

πλανώμαι
πλανώμαι
1
πλανήθηκα βλ. πίν. 61
2

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλανώμαι — πλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και πλανιέμαι Ν βλ. πλανώ …   Dictionary of Greek

  • πλανῶμαι — πλανάω cause to wander pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) πλανάω cause to wander pres ind mp 1st sg πλανάω cause to wander pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • πλανύττω — ΜΑ, πλανύσσω Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί τού πλανῶμαι. Ο τ. πλαν ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω] …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • άμης — ἄμης ( ητος), ο (Α) είδος γαλατόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι ( άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης… …   Dictionary of Greek

  • αείπλανος — ἀείπλανος, ον και ἀειπλανής, ές (Α) 1. αυτός που πλανιέται, που κινείται συνεχώς 2. φρ. «αείπλανα χείλη», αεικίνητα, φλύαρα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + πλανῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνητος — η, ο αυτός που πλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλανητός < πλανώμαι] …   Dictionary of Greek

  • αερόπλανος — ἀερόπλανος ον (Α) εκείνος που πλανιέται, πετάει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + πλάνος < πλανῶμαι, πρβλ. και αρχ. ἁλί πλανος (και ἁλιπλανής) «αυτός που πλανιέται στη θάλασσα» (για πλοία)] …   Dictionary of Greek

  • αιπυπλανής — αἰπυπλανής ( οῡς), ές (Α) αυτός που πλανιέται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + πλανής < πλανῶμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”